obstructor$54410$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obstructor$54410$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Obstruct; Obstructions; Obstructs; Obstructed; Obstructing; Obstructor; Obstruction (disambiguation)

obstructor      
n. εμποδιστής

Ορισμός

obstruct
(obstructs, obstructing, obstructed)
1.
If something obstructs a road or path, it blocks it, stopping people or vehicles getting past.
Tractors and container lorries have completely obstructed the road.
= block
VERB: V n
2.
To obstruct someone or something means to make it difficult for them to move forward by blocking their path.
A number of local people have been arrested for trying to obstruct lorries loaded with logs...
= block
VERB: V n
3.
To obstruct progress or a process means to prevent it from happening properly.
The authorities are obstructing a United Nations investigation.
VERB: V n
4.
If someone or something obstructs your view, they are positioned between you and the thing you are trying to look at, stopping you from seeing it properly.
Claire positioned herself so as not to obstruct David's line of sight.
= block
VERB: V n

Βικιπαίδεια

Obstruction

Obstruction may refer to: